Αν νομίζετε ότι το παρακάτω κείμενο έχει δημοσιευτεί σε κάποια πρόσφατη εφημερίδα, είστε γελασμένοι!
Η αμείλικτη γλώσσα των οικονομολόγων τολμάει τη διατύπωση, που στο στόμα οποιουδήποτε άλλου θα ήταν αναξιόπιστη θρηνολογία: ο τόπος διαλύεται και καταρρέει.
Δεν εκμεταλλεύομαι και δεν απολυτοποιώ τις διαπιστώσεις των ειδικών για να κινδυνολογήσω. Αλλά θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι η κατάρρευση της οικονομίας είναι επιμέρους και αποσπασματικό σύμπτωμα του κοινωνικού μας βίου. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι στην οικονομία καθρεφτίζεται ο συνολικός τρόπος του βίου: το πόσο δουλεύουμε και με ποια κίνητρα δουλεύουμε και ποιο νόημα (ή ποια κοινωνική λειτουργικότητα) έχει η καθημερινή μας δουλειά.
Ο τόπος διαλύεται και καταρρέει. Και είναι εξαιρετικά κοντόφθαλμο να αποδίδουμε ευθύνες σε κόμματα και κυβερνήσεις. Όλα τα συμπτώματα δείχνουν ότι το σύνολο κοινωνικό μας σώμα δεν έχει πια αντιστάσεις, δεν έχουμε δυνάμεις να αντιδράσουμε στην κατάρρευση.
Οι παραινέσεις των οικονομολόγων μας ζητάνε να λειτουργήσουμε με κοινωνική συνείδηση και ευθύνη: να γνοιαστούμε για τα κοινά, να αυξήσουμε εκούσια την παραγωγικότητά μας, να περιορίσουμε την κατανάλωση. Όμως θαύματα συνολικών ηθικών μεταστροφών δεν γίνονται από μέρα σε μέρα. Εμείς, χρόνια τώρα, βυθιζόμαστε ανελέητα στον πιο αγροίκο ατομικισμό, που υπακούει μόνο στο ένστικτο της εγωιστικής εξασφάλισης. Δεν μας ενδιαφέρει ο διπλανός, δεν μας ενδιαφέρουν τα κοινά, μας έπεισαν από κάθε πλευρά – άλλοι θεωρητικά και άλλοι έμπρακτα – ότι η αυταπάρνηση, η σχέση, η ανθρωπιά, είναι μόνο ιδεαλιστικές προλήψεις. Και φτάσαμε σε αυτό που είμαστε σήμερα: μια κοινωνία ακοινώνητων ατόμων.
Ο τόπος διαλύεται και καταρρέει – ποιος δεν το βλέπει. Δημόσιες υπηρεσίες που δεν υπηρετούν, παρά μόνο της εξασφάλιση των υπαλλήλων. Εκπαίδευση που δεν εκπαιδεύει, μόνο συντηρεί μια ανάπηρη γνώση για ωμή χρησιμοθηρία. Διπλωματία που είναι ανύπαρκτη στο στίβο των εθνικών θεμάτων. Δημοσιογραφία που εμπορεύεται τα πιο ταπεινά ένστικτα του πλήθους. Φοροδιαφυγή, εφοριακοί που χρηματίζονται αυτονόητα, κυκλοφοριακή αναρχία, νέφος, αστυνομική προστασία του πολίτη ανύπαρκτη. Όλα δείχνουν φανερά τη διάλυση, κι εμείς συζητάμε τα συμπτώματα, για να καρπωθούμε ακόμα κι από τη διάλυση ατομικά οφέλη: εφήμερες ψήφους, πωλήσεις φύλλων, κομματικά πλεονεκτήματα ή και τον θαυμασμό του όποιου κοινού για την αναλυτική μας οξύνοια.
Να ελπίσουμε – που; Να εμπιστευθούμε – ποιον; Για να πιστέψεις τους πολιτικούς, πρέπει να είσαι ανίατα αφελής – είναι το ίδιο σα να πιστεύεις τους τίτλους των απογευματινών εφημερίδων. Γι’ αυτό και συμφιλιωθήκαμε με τον εμπαιγμό, τον λογαριάζουμε σαν υψηλή πολιτική ευελιξία. Πριν πέντε μήνες, παραμονές εκλογών, οι πολιτικοί μας – όλοι – έλεγαν άλλα πράγματα για την οικονομία του τόπου. Σήμερα αυτοδιαψεύδονται, χωρίς ντροπή.
Η κατάρρευση είναι γενική, δεν περιορίζεται στον πολιτικό χώρο. Έχουμε πια στις ψυχές μας τη χωματερή γεύση του ιστορικού τέλους της φυλής ή του γένους. Επιζήσαμε κάπου τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι σημερινοί καιροί είναι οι πιο αμείλικτοι, δεν έχουμε δυνάμεις να αντισταθούμε.
Και δεν ήταν βέβαια η πολεμικής μας ισχύς, ούτε η πολιτική μας ομοψυχία και ενότητα που μας διέσωσαν σε μια τόσο μακραίωνη ιστορική πορεία. Ήταν κάτι άλλο: αντιπροσωπεύαμε και ενσαρκώναμε ένα ξεχωριστό νόημα βίου και τρόπο βίου, δηλαδή ένα ξεχωριστό πολιτισμό. Αυτόν που έρχονται να σπουδάσουν οι ξένοι, ακόμα σήμερα, στα ερείπια των αρχαίων ναών μας και στις βυζαντινές εικόνες και στη λαϊκή αρχιτεκτονική και στην ορθόδοξη λατρεία και στη γλώσσα μας.
Όμως για τολμήστε να μιλήσετε για ελληνικό πολιτισμό στο σημερινό μας υπουργείο Παιδείας ή στο κωμικό μας ΚΕΜΕ ή και στους «προοδευτικούς» πανεπιστημιακούς μας. Θα σας περιγελάσουν σαν απλοϊκό ιδεαλιστή που δεν κατάλαβε ακόμα ότι ιστορία σημαίνει υλικές παραγωγικές σχέσεις και τίποτε άλλο.
Ο τόπος διαλύεται, καταρρέει. Κι όμως, τα τελευταία τριάντα χρόνια τα φαινόμενα έδειχναν μια πορεία ανοδική, ραγδαίας «ανάπτυξης», «προόδου», «ευημερίας». Οι συνθήκες καθημερινού βίου και του τελευταίου Έλληνα άλλαξαν ριζικά. Ο ηλεκτρισμός παντού, οι δρόμοι, ο τουρισμός και το συνάλλαγμα, τα βιομηχανικά προϊόντα σε κάθε σπίτι, το «διαμέρισμα», τα αγροτικά μηχανήματα, τα αναρίθμητα «κέντρα διασκέδασης» παντού, έφεραν μια αλλαγή που θα φαινόταν παραμυθένια αν κάποιος την προφήτευε πριν σαράντα χρόνια.
Ταυτόχρονα, για μακρό διάστημα η εθνική μας αυτοσυνειδησία συντηρήθηκε στο επίπεδο μιας ρομαντικής ιδεοληψίας: Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, καθαρεύουσα γλώσσα, κλασικά γράμματα, εξωραϊσμός της ιστορίας και των προγόνων. Γενιές ολόκληρες στήριζαν πάνω σε αυτά ένα κάποιο νόημα του καθημερινού τους βίου. Και μια αίσθηση ηθικού χρέους, μια αξιοπρέπεια στη συμπεριφορά.
Σήμερα ξέρουμε ότι και η εθνική μας συνείδηση και η οικονομική μας ανάπτυξη είχαν ξύλινα ποδάρια. Ξύλινα ποδάρια δε σημαίνει απλώς λάθη στον προγραμματισμό ή εύνοια σε προνομιούχους ή ρεμούλες και διοικητική διαφθορά. Αυτά υπάρχουν παντού και πάντοτε – «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η», καθώς έλεγε ο Θουκυδίδης. Ξύλινα ποδάρια σημαίνει σαθρή υποδομή, δηλαδή αδιαφορία και ανυποψίαστη αφέλεια στον προσδιορισμό των ουσιωδών του βίου. Όλα – και η εθνική αυτοσυνειδησία και τα οικονομικά προγράμματα – χτίστηκαν όπως και οι πολυκατοικίες της Αθήνας: για το εφήμερο, βραχυπρόθεσμο κέρδος. Δίχως απώτερες προοπτικές και δίχως υποψία για τα ουσιώδη ερωτήματα: ποιοι είμαστε εμείς που έχουμε να ζήσουμε σε αυτό τον τόπο, και ποιες οι πραγματικές μας ανάγκες.
Η όποια πίστη στη μεγαλοστομία των διακοσμητικών ιδεωδών μας κατεδαφίστηκε με πάταγο στα χρόνια της δικτατορίας. Και τότε βγήκαμε στην αγορά αναζητώντας καινούργιο φανταχτερό φτιασίδι για τη γύμνια μας. Με ταχύτητα νεόκοπης μόδας άρχισε να φοριέται η «προοδευτικότητα»: ένας νεκραναστημένος διαφωτισμός, παρδαλό μίγμα κοραϊσμού και αριστερισμού, δυτικοπληξίας και λαϊκισμού. Και η ψιμυθίωση των πάντων με κάποια ξέφτια παλαιοντολογικού μαρξισμού – «επιστημονικού» οπωσδήποτε – της γενιάς του ’20. Και η μόδα έγινε μάρκετινγκ, μπήκε αδυσώπητα στο πολιτικό παιχνίδι, θρυμμάτισε και εξαφάνισε προϋποθέσεις και κανόνες για τη λειτουργία της δημοκρατίας, μεταμόρφωσε τους πολίτες σε οπαδούς – σε μαριονέτες που χοροπηδάνε κάτω από τα πολιτικά μπαλκόνια. Το τραγικότερο: διέλυσε την παιδεία, αχρήστευσε τη γλώσσα του λαού.
Για να φτάσουμε σήμερα και στην οικονομική κατάρρευση, που συντρίβει τα ξυλοπόδαρα της καταναλωτικής μας ευζωίας. Προοπτικές ανάκαμψης – μα είναι αστείο και να προφέρουμε τη λέξη. Ποιος να δουλέψει και γιατί, όταν η κυρίαρχη ιδεολογία μας επιβάλλει ένα και μόνο στόχο: την κτηνώδη απαίτηση της ατομικής εξασφάλισης, την «ευελιξία» του ψεύδους, τη στεγνή και φτηνή υλιστική ερμηνεία της ύπαρξής μας στον κόσμο.
Διαβάζουμε στα βιβλία πως κάποτε οι Έλληνες ήταν έτοιμοι και να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Σήμερα μοιάζει να κηδεύουμε καθημερινά την πατρίδα και η μακάβρια εκφορά είναι σχεδόν μια πράξη ρουτίνας.. Που θα τελειώσει αυτό το ανεπίγνωστο ξόδι, κανένας δεν ξέρει. Θα τελειώσει με μια τουρκική κατάκτηση, με επανάληψη της τραγωδίας του γειτονικού μας Λιβάνου, με απορρόφησή μας από την Ευρώπη, με τον μετασχηματισμό μας σε προτεκτοράτο κάποιας Υπερδύναμης – μικρή σημασία έχει. Το τέλος μας έχει ουσιαστικά κριθεί από τις επιλογές μας.
Χ. Γιανναράς, Το Βήμα, 24-11-1985
πάντα επίκαιρο το άρθρο ,δυστυχώς
ΑπάντησηΔιαγραφή