εφ. Η Καθημερινή
Ο δρόμος περνά -πάντα- από μέσα
Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου
Αρχές της δεκαετίας του '90, η Ελλάδα περνάει σε μία νέα φάση (υπ)ανάπτυξης, ό,τι χαρακτηρίζεται ψευδεπίγραφα ως «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» λίγο πριν από τον εκσυγχρονισμό: πακτωλός επιδοτήσεων, γιγαντισμός των ΜΜΕ, δημόσια έργα, δεύτερη αστικοποίηση, άνοδος μικροαστικών στρωμάτων, υπερκαταναλωτισμός. Οι «ακόμα καλύτερες μέρες» είναι εδώ, μαζί με μία ενωμένη, δυνατή «δημοκρατική παράταξη», που, ακόμα κι αν κυβερνά με λάθος τρόπο, ηγεμονεύει, με την αρωγή των διανοουμένων, στη βάση και το εποικοδόμημα της νεοελληνικής κοινωνίας, σε βαθμό που ακόμα και ο Αντόνιο Γκράμσι (κάπου από ψηλά) να απορεί, αν κάτι ανάλογο εννοούσε, όταν ανέπτυσσε αυτή την έννοια.
Σε μία έπαυλη με κήπο, που αντιστέκεται πεισματικά στο τσιμέντο, ο μοναδικός της ένοικος, ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης, ζει με τις αντίκες των αναμνήσεών του. Αίφνης, εισβάλλει ένας καπάτσος «έμπορος», που τού προτείνει να μετατρέψει την οικία των προγόνων του σε «παλαιοπωλείο». Η παλιά οικονόμος βλέπει με ενστικτώδη κακοπιστία την παρουσία του ζεύγους, θεωρώντας το ουσιαστικά παρείσακτο. Ο σνομπ, αλλά και καλλιεργημένος, ανιψιός του ιδιοκτήτη, θέτει καίρια αμπελοφιλοσοφικά ερωτήματα εκ του ασφαλούς («τα πράγματα μάς ανήκουν ή εμείς ανήκουμε σ' αυτά;»), διεκδικώντας το μερίδιο της οικογενειακής περιουσίας, αλλά και τα θέλγητρα της νεαρής συζύγου του παλαιοπώλη. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του θεατρικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο δρόμος περνά από μέσα» (1990), που ανέβηκε εκ νέου στο «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν», και τιμά, ακόμα μια φορά με τον καλύτερο τρόπο, τον συγγραφέα, το ελληνικό θέατρο, αλλά κυρίως την παράδοση που κληροδότησε ο Κουν.
Η αναγκαστική «απόσυρση» ενός τμήματος της μεγαλοαστικής τάξης προς όφελος των «νέων τζακιών», η είσοδος των «μικρομεσαίων» στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και τα «σαλόνια της πολιτικής», η «σνομπαρία» προτού δώσει τη θέση της στο life style, το οικόπεδο προς αξιοποίηση, στο δεύτερο, και χειρότερο, κύμα της «αθηναϊκής τσιμεντοποιίας», πάνω στις παλιές επαύλεις των προαστίων και τα αυθαίρετα της Αττικής, είναι από τα κύρια συστατικά της σημερινής κρίσης.
Η «μάχη ανάμεσα στον υπό πτώχευση Δαυίδ με τον σαλταδόρο Γολιάθ της εξόντωσης, της αρπαχτής, της ρεμούλας και της κομπίνας» (Γ. Βαρβέρης, «Καθημερινή», Δεκέμβριος 1990), αποκτά μία τραγική επικαιρότητα, καθώς τα στοιχεία της εσωτερικής αποσύνθεσης και της κοινωνικής αποδιοργάνωσης είναι εφιαλτικά παρόντα στις μέρες μας (ακόμα και η κατάληξη του επίθετου «Αντωνάκος» συνηχεί συνωμοτικά με σημερινά σκάνδαλα).
Στο θεατρικό έργο εκτίθενται εκείνοι οι νεοελληνικοί ιδεότυποι που, με τις πράξεις και παραλείψεις οι μεν, με τη θέληση για δύναμη οι δε, συνέβαλαν τα μέγιστα στην έκπτωση των αξιών μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κυρίως, όμως, υπενθυμίζουν καίρια τις ατομικές μας ευθύνες, όταν αφηνόμαστε στη βολή της μουσειακής συντήρησης ενός παρελθόντος και στο τέλος παραιτούμαστε από κάθε διάθεση αντίστασης στον εκάστοτε «εισβολέα», εσωτερικό, πρωτίστως, αλλά και εξωτερικό.
Ο δρόμος -της παραίτησης, της παράδοσης, της παρακμής- περνάει πάντα από μέσα (μας), ο κάθε «Αντωνάκος» ή το ΔΝΤ, είναι απλώς ένας καταλύτης. Κι αυτός ο δρόμος σταματάει μόνο, αν αναρωτηθούμε, έστω την ύστατη στιγμή, στο θέατρο της ζωής, «τι λάθος έκανα;».
Ο δρόμος περνά -πάντα- από μέσα
Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου
Αρχές της δεκαετίας του '90, η Ελλάδα περνάει σε μία νέα φάση (υπ)ανάπτυξης, ό,τι χαρακτηρίζεται ψευδεπίγραφα ως «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» λίγο πριν από τον εκσυγχρονισμό: πακτωλός επιδοτήσεων, γιγαντισμός των ΜΜΕ, δημόσια έργα, δεύτερη αστικοποίηση, άνοδος μικροαστικών στρωμάτων, υπερκαταναλωτισμός. Οι «ακόμα καλύτερες μέρες» είναι εδώ, μαζί με μία ενωμένη, δυνατή «δημοκρατική παράταξη», που, ακόμα κι αν κυβερνά με λάθος τρόπο, ηγεμονεύει, με την αρωγή των διανοουμένων, στη βάση και το εποικοδόμημα της νεοελληνικής κοινωνίας, σε βαθμό που ακόμα και ο Αντόνιο Γκράμσι (κάπου από ψηλά) να απορεί, αν κάτι ανάλογο εννοούσε, όταν ανέπτυσσε αυτή την έννοια.
Σε μία έπαυλη με κήπο, που αντιστέκεται πεισματικά στο τσιμέντο, ο μοναδικός της ένοικος, ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης, ζει με τις αντίκες των αναμνήσεών του. Αίφνης, εισβάλλει ένας καπάτσος «έμπορος», που τού προτείνει να μετατρέψει την οικία των προγόνων του σε «παλαιοπωλείο». Η παλιά οικονόμος βλέπει με ενστικτώδη κακοπιστία την παρουσία του ζεύγους, θεωρώντας το ουσιαστικά παρείσακτο. Ο σνομπ, αλλά και καλλιεργημένος, ανιψιός του ιδιοκτήτη, θέτει καίρια αμπελοφιλοσοφικά ερωτήματα εκ του ασφαλούς («τα πράγματα μάς ανήκουν ή εμείς ανήκουμε σ' αυτά;»), διεκδικώντας το μερίδιο της οικογενειακής περιουσίας, αλλά και τα θέλγητρα της νεαρής συζύγου του παλαιοπώλη. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του θεατρικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο δρόμος περνά από μέσα» (1990), που ανέβηκε εκ νέου στο «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν», και τιμά, ακόμα μια φορά με τον καλύτερο τρόπο, τον συγγραφέα, το ελληνικό θέατρο, αλλά κυρίως την παράδοση που κληροδότησε ο Κουν.
Η αναγκαστική «απόσυρση» ενός τμήματος της μεγαλοαστικής τάξης προς όφελος των «νέων τζακιών», η είσοδος των «μικρομεσαίων» στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και τα «σαλόνια της πολιτικής», η «σνομπαρία» προτού δώσει τη θέση της στο life style, το οικόπεδο προς αξιοποίηση, στο δεύτερο, και χειρότερο, κύμα της «αθηναϊκής τσιμεντοποιίας», πάνω στις παλιές επαύλεις των προαστίων και τα αυθαίρετα της Αττικής, είναι από τα κύρια συστατικά της σημερινής κρίσης.
Η «μάχη ανάμεσα στον υπό πτώχευση Δαυίδ με τον σαλταδόρο Γολιάθ της εξόντωσης, της αρπαχτής, της ρεμούλας και της κομπίνας» (Γ. Βαρβέρης, «Καθημερινή», Δεκέμβριος 1990), αποκτά μία τραγική επικαιρότητα, καθώς τα στοιχεία της εσωτερικής αποσύνθεσης και της κοινωνικής αποδιοργάνωσης είναι εφιαλτικά παρόντα στις μέρες μας (ακόμα και η κατάληξη του επίθετου «Αντωνάκος» συνηχεί συνωμοτικά με σημερινά σκάνδαλα).
Στο θεατρικό έργο εκτίθενται εκείνοι οι νεοελληνικοί ιδεότυποι που, με τις πράξεις και παραλείψεις οι μεν, με τη θέληση για δύναμη οι δε, συνέβαλαν τα μέγιστα στην έκπτωση των αξιών μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κυρίως, όμως, υπενθυμίζουν καίρια τις ατομικές μας ευθύνες, όταν αφηνόμαστε στη βολή της μουσειακής συντήρησης ενός παρελθόντος και στο τέλος παραιτούμαστε από κάθε διάθεση αντίστασης στον εκάστοτε «εισβολέα», εσωτερικό, πρωτίστως, αλλά και εξωτερικό.
Ο δρόμος -της παραίτησης, της παράδοσης, της παρακμής- περνάει πάντα από μέσα (μας), ο κάθε «Αντωνάκος» ή το ΔΝΤ, είναι απλώς ένας καταλύτης. Κι αυτός ο δρόμος σταματάει μόνο, αν αναρωτηθούμε, έστω την ύστατη στιγμή, στο θέατρο της ζωής, «τι λάθος έκανα;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου